κηλίς,-ῖδος

κηλίς,-ῖδος
N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,25; Wis 13,14
stain, spot Wis 13,14; stain, blemish 2 Mc 6,25

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηλίς — κηλίς, ῑδος, ἡ (Α) βλ. κηλίδα …   Dictionary of Greek

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”